συμπροδίδωμι

συμπροδίδωμι
ΜΑ [προδίδωμι]
γίνομαι κι εγώ προδότης, μετέχω κι εγώ στην προδοσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπροδότης — ὁ, Μ [συμπροδίδωμι] ο επίσης προδότης, προδότης όπως και κάποιος άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”